- ἀγλαοτρίαινα
- ἀγλαο-τρίαινᾰ [pron. full] [ῐ], ὁ, acc. -αινᾰν,A he of the bright trident, epith. of Poseidon, Pi.O.1.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγλαοτρίαινα — ἀγλαοτρίαινα, ο (Α) (ως επίθετο τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει λαμπρή τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + τρίαινα] … Dictionary of Greek
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek